πτερόρροια

πτερόρροια
η выпадение перьев

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πτερόρροια" в других словарях:

  • πτερόρροια — η, ΝΜ παλαιότερος χαρακτηρισμός για το φαινόμενο τής έκδυσης στα πτηνά, πτερορρύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + ρροια (< ρρους < ῥέω), πρβλ. αιμό ρροια] …   Dictionary of Greek

  • πτερορρύηση — η / πτερορρύησις, ήσεως, ΝΑ [πτερορρυῶ] η πτώση τού φτερώματος πτηνού και η αντικατάστασή του με νέο, αλλ. πτερόρροια αρχ. μτφ. η πτώση στο κακό και στην αμαρτία, η οποία προκάλεσε την πτώση τής ψυχής στο σώμα, σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»